- σφαλιάρα
- η(λ. ιταλ.), χτύπημα στο πρόσωπο ή στο σβέρκο με την παλάμη του χεριού: Τρώει σφαλιάρες από το αφεντικό του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφαλιάρα — η, Ν ισχυρό ράπισμα στο πρόσωπο, χαστούκι, δυνατό σκαμπίλι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. sfagliaro] … Dictionary of Greek
σφάλιαρος — ο, Ν [σφαλιάρα] (μεγεθύνε τού σφαλιάρα) πολύ δυνατό ράπισμα … Dictionary of Greek
σφαλιαρίζω — Ν [σφαλιάρα] χαστουκίζω … Dictionary of Greek
τινάζω — τινάσσω, Ν ΜΑ, και λόγιος τ. τινάσσω Ν 1. κινώ κάτι με μεγάλη δύναμη, κλονίζω, τραντάζω (α. «νεραντζούλα φουντωμένη, πού ναι τ άνθη σου, φύσηξε βοριάς κι αέρας και τά τίναξε», δημ. τραγούδι β. «αὐτὰρ ἔνερθε Ποσειδάων ἐτίναξε γαῑαν ἀπειρεσίην», Ομ … Dictionary of Greek
σφάλιαρος — ο μεγεθυντικό του σφαλιάρα (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάπα — η (από τον ήχο φαπ), χτύπημα με την παλάμη στο σβέρκο ή το κεφάλι, καρπαζιά, σβερκιά, χαστούκι, σφαλιάρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φούσκος — ο 1. δυνατό και ηχηρό ράπισμα, χαστούκι, μπάτσος, σφαλιάρα. 2. (ναυτ.), σφαιρικό κατασκεύασμα από σκοινί που προφυλάγει τις πλευρές του σκάφους στις προσκρούσεις του στο κρηπίδωμα ή σε άλλο σκάφος, το μπαλόνι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαστούκι — το γερό χτύπημα με την παλάμη στο πρόσωπο κάποιου, χαστούκισμα, σφαλιάρα, φάπα: Έφαγε ένα γερό χαστούκι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)